Συνολικές προβολές σελίδας


ΒΑΛΚΑΝΙΚΑ ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ, ετήσια περιοδική έκδοση του ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΜΕΛΕΤΩΝ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ του ΑΙΜΟΥ, τεύχος 18/2017. Περιλαμβάνει ανέκδοτη μελέτη μου με τίτλο: Αποστολές ελληνοπαίδων προς τις Λαϊκές Δημοκρατίες την περίοδο του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου (1948-49): Μία προσέγγιση της τοπικής διάστασης στη Δυτική Μακεδονία.

Η έκδοση:
Η μελέτη σε pdf:


ΠΙΕΡΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ



Στη μεθόριο του εμφυλίου


Η United Nations Special Committee on the Balkans στο μέτωπο του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου

Γεώργιος Στ. Παλαιόπουλος, Πρόλογος: Στράτος Ν. Δορδανάς
Στην μελέτη αυτή ο συγγραφέας καταγράφει μια παραμελημένη πτυχή της εμπλοκής του διεθνούς παράγοντα στον ελληνικό Εμφύλιο, αναλύοντας τις πτυχές της εμφύλιας διαμάχης που αναδεικνύονται από την παρουσία της επιτροπής που συνέστησε ο ΟΗΕ στη βόρειο Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1947, προκειμένου να συνεχίσει το έργο της Commission of Investigation Concerning Greek Frontier Incidents.

Η μελέτη αναλύει θέματα που αναδεικνύουν τη συμπλοκή και αλληλε-ξάρτηση του ελληνικού ζητήματος από τον διεθνή παράγοντα: η βοή-θεια που πρόσφεραν οι όμορες χώρες στον ΔΣΕ, οι αντιδράσεις και οι καταγγελίες της ελληνικής κυβέρνησης, η συμπερίληψη των εργασιών της Επιτροπής στην προπαγάνδα των αντίπαλων στρατοπέδων του Εμφυλίου, η ενασχόληση με επιμέρους καυτές θεματικές όπως ήταν το παιδομάζωμα και η απορρέουσα ευαισθητοποίηση της ελληνικής και διεθνούς κοινής γνώμης, η ανάδυση του Μακεδονικού Ζητήματος, είναι κάποια από αυτά.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στον πρόλογο του βιβλίου ο Στράτος Δορδανάς: «Στην πραγματικότητα, η Επιτροπή ενσαρκώνει μια ατελέ-σφορη προσπάθεια παρέμβασης στα ελληνικά πράγματα, αφενός γιατί η εμπλοκή στον Εμφύλιο περιλάμβανε πολύ περισσότερους παίκτες στη βαλκανική σκακιέρα και αφετέρου γιατί η ίδια η σύγκρουση συνι-στούσε το πρώτο θερμό επεισόδιο του αναδυόμενου πολυπρισματικού Ψυχρού Πολέμου.»
Ο Γεώργιος Στ. Παλαιόπουλος είναι ιστορικός. Κάτοχος Μεταπτυ-χιακού Διπλώματος Ειδίκευσης (ΠΔΜ) στις Γλώσσες και τον Πολι-τισμό των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης με ειδίκευση στις Κοινωνικές, Πολιτισμικές και Πολιτικές Δομές στη ΝΑ Ευρώπη, είναι απόφοιτος της Θεολογικής Σχολής (ΑΠΘ), του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης (ΑΠΘ), του Τμήματος Βαλκα-νικών Σπουδών (ΑΠΘ-ΠΔΜ), και της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Φλώρινας. Ερευνητικά και συγγραφικά ασχολείται με θέματα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας που σχετίζονται με την Κατοχή, την Αντίσταση και τον ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο.



Γ΄ Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο Ιστορίας και Πολιτισμού
3rd  International Scientific Conference on History and Civilization
Οκτώβριος 2013 Σέρρες
October 2013 Serres
 Περίληψη
«Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΩΝ ΣΕΡΡΩΝ ΚΑΙ ΕΥΡΥΤΕΡΑ ΣΤΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΩΝ ΤΟΥ ΟΗΕ ΣΤΗ ΒΟΡΕΙΟΕΛΛΑΔΙΤΙΚΗ ΜΕΘΟΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΤΥΠΟ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ, 1946 - 1948)»
Η συγκεκριμένη πρόταση επικεντρώνεται στη μελέτη πτυχών του ελληνικού Εμφυλίου στην ευρύτερη περιοχή του νομού Σερρών και κατ’ επέκταση της Κεντρικής Μακεδονίας. Στόχος της είναι η καταγραφή της παρουσίας και της έρευνας της Διερευνητικής Επιτροπής των Επεισοδίων στα Ελληνικά Σύνορα (Commission of Investigation Concerning Greek Frontier Incidents), της Ημιμόνιμης Υποεπιτροπής Ελέγχου των Συνόρων, με έδρα τη Θεσσαλονίκη, ως κλιμακίου της, καθώς επίσης και της Ειδικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για τα Βαλκάνια (United Nations Spec ial Committee On the Balkans-UNSCOB) που αναπτύχθηκαν εκτός των άλλων και στη συγκεκριμένη περιοχή βάσει των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας και των Γενικών Συνελεύσεων του ΟΗΕ. Η διερεύνηση των συνθηκών πραγματοποίησης μεθοριακών επεισοδίων στα βόρεια ελληνικά σύνορα, παράλληλα με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος, ήταν στο επίκεντρο της έρευνας των παρατηρητών του Οργανισμού. Βασική πηγή αποτέλεσε υλικό του ιστορικού αρχείου του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών καθώς και η μελέτη του νόμιμου και παράνομου Τύπου της περιόδου. Ειδικότερα η ενίσχυση των Ελλήνων ανταρτών από τη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία ανέδειξαν εκτός από την τοπική και τη διεθνή διάσταση της διαμάχης. Γεγονότα όπως η ποικιλότροπη αρωγή προς το ΔΣΕ από τις κυβερνήσεις του Βελιγραδίου και της Σόφιας, η εισβολή μαχητών του από το γιουγκοσλαβικό και βουλγαρικό έδαφος, η παροχή ασύλου και ιατρικής περίθαλψης προς αυτούς, εξετάζονται ως πτυχές της εμφύλιας διαμάχης μέσα από τη μετάβαση των μελών των επιτροπών στον τόπο των επιχειρήσεων. Αναλυτικότερα αποφάσεις, διαπιστώσεις και πρωτοβουλίες που ανέπτυξαν οι επιτροπές και οι καταθέσεις μαρτύρων σε αυτές, αποτυπώνουν το βαθμό εμπλοκής της περιοχής στην εξέλιξη του Εμφυλίου.
ΠΑΛΑΙΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ



Summary 
«The Greek civil war in Serres and widely in Central Macedonia through the reports of the UN observers in Northern Greek border and the press of season, 1946 - 1948»
This specific report is focused upon the study of various aspects of the Greek Civil War in the wider area of Serres and Central Macedonia by extension. Its aim is to record the presence and research of the Commission of Investigation Concerning Greek Frontier Incidents, of its department, the Subcommittee of Border Control (both of which were based in Thessaloniki), as well as of the United Nations Special Committee On the Balkans-[UNSCOB]. All of these committees-besides others-were developed in the specific area as well, based on the decisions of the Security Council and the United Nations General Assembly. The investigation of UN observers focused on the study and analysis of the circumstances leading to the arousal of incidents on the Northern Greek borders parallel to the military operations of the Greek Army and the Democratic Greek Army-[DGA]. A primary source of this investigation was material taken from the historic records of the Greek Ministry Foreign Affairs as well as the study of the legal and illegal Press of this time period. The international dimension of the conflict, apart from its local dimension as well, is specifically shown through the reinforcement of Greek guerrillas from Yugoslavia and Bulgaria. Events such as the varied support to the DGA from the governments of Belgrade and Sofia, the invasion of its fighters from the Yugoslavian and Bulgarian territory and the provision of asylum and medical treatment to them are examined as aspects of the civil conflict through the presence of committee members to the operation area. In particular, decisions and initiatives which were developed by committees and witnesses statements to them reveal the degree of the involvement of the area in the development of the Civil War.
PALAIOPOULOS GEORGE





ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ. ΖΩΝΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΦΛΩΡΙΝΑΣ-ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ. ΤΟ 4Ο ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΥΣ ΣΤΗ ΓΡΑΜΜΗ ΚΑΤΑΦΥΓΙΩΝ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ (1917)
Γεώργιος Στ. Παλαιόπουλος
Ιστορικός

Η Στρατιωτική Διοίκηση Αρχιπελάγους με έδρα τη Μυτιλήνη συγκρότησε το 1932 επιτροπή ανασυντάξεως της ιστορίας του 22ου Συντάγματός της. Να σημειωθεί ότι η ονομασία του κατά τη συγκρότησή του τον Οκτώβριο του 1916 αλλά και κατά τη συμμετοχή του στις στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Μακεδονικό Μέτωπο ήταν 4ο Σύνταγμα Αρχιπελάγους, ενώ στη συνέχεια μετονομάστηκε σε 22ο Σύνταγμα. Πρόεδρός της ορίστηκε ο ταγματάρχης Σκαναβής Οδυσσεύς. Ο ίδιος στις 5 Ιουλίου 1932 εκτελώντας την υπ’ αριθ. 3941 διαταγή που εξέδωσε η Στρατιωτική Διοίκηση Αρχιπελάγους, το Νοέμβριο του προηγούμενου έτους, ενημέρωσε τα μέλη της επιτροπής σχετικά με την κατανομή της χρονικής περιόδου με την οποία θα ασχολούνταν, ως εξής:
     i.       Την περίοδο από την συγκρότηση του Συντάγματος μέχρι την ανακωχή του 1918, ανέλαβε να συντάξει ο ταγματάρχης Σκαναβής Οδυσσεύς.
    ii.        Για την περίοδο από την ανακωχή μέχρι το τέλος της εκστρατείας προς την Άγκυρα, ορίστηκε ο λοχαγός Κένταυρος Ηρακλής.
   iii.        Όσον αφορά την περίοδο από το τέλος της εκστρατείας προς την Άγκυρα μέχρι την ημέρα της υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάννης, υπεύθυνος τοποθετήθηκε ο λοχαγός Μανωλίδης Α.

   Με την συγκεκριμένη εντολή ο πρόεδρος ενημέρωσε τα μέλη ότι ως καταληκτική ημερομηνία ολοκλήρωσης και παράδοσης των επιμέρους τμημάτων ορίστηκε η 1η Αυγούστου του ιδίου έτους. Η διαταγή 3941/29-11-1931 της Στρατιωτικής Διοίκησης Αρχιπελάγους κοινοποιήθηκε στα μέλη της επιτροπής καθορίζοντάς τους το πλαίσιο και το πνεύμα της υλοποίησης του έργου που τους ανατέθηκε.
  Κύρια πηγή του παρόντος κειμένου είναι αδημοσίευτο δακτυλογραφημένο και χειρόγραφο υλικό της επιτροπής, συμπεριλαμβανομένων κάποιων διορθώσεων του προέδρου πάνω στο αρχικό σχέδιο, έγγραφο του ιδίου προς την Στρατιωτική Διοίκηση Αρχιπελάγους σχετικά με την αντικατάσταση του λοχαγού Κένταυρου Ηρακλή από μέλος της επιτροπής, καθώς επίσης και η διαταγή που εκδόθηκε από την Στρατιωτική Διοίκηση Αρχιπελάγους/Επιτροπή Ανασυντάξεως Ιστορίας 22ου Συντάγματος στην οποία καταγράφονται λεπτομέρειες της διαδικασίας. Μέσα από τα ανωτέρω έγγραφα αναδύονται πτυχές της συγκρότησης, της μετακίνησης και της δράσης του 4ου - ακολούθως 22ου - Συντάγματος Αρχιπελάγους στο Μακεδονικό Μέτωπο στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας και συγκεκριμένα στον Τομέα Φλώρινας-Μοναστηρίου, από το φθινόπωρο του 1916 και μετέπειτα, όπως αυτές καταγράφηκαν από την επιτροπή το έτος 1932. Για καθαρά ιστορικούς λόγους ακολουθήθηκε η χρήση των παλαιοτέρων ονοματοθεσιών γιατί με αυτή την ορολογία συναντήθηκαν στη διαθέσιμη πηγή, από όπου και αντλήθηκαν, καθώς επίσης και γιατί κάποιες από αυτές δεν συνέχισαν να χρησιμοποιούνται αφού, εκτός των άλλων, αναφέρονταν σε μικρής χρηστικής εμβέλειας τοπωνυμικούς προορισμούς της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Για τον λόγο αυτό, παράλληλα, έγινε προσπάθεια να συμπληρωθεί και να γίνει γνωστή η νεώτερη ονοματοθεσία.
   Σύμφωνα με το ΄΄ημερολόγιο΄΄ των συντακτών που είχε τον τίτλο:
ΜΕΡΟΣ Α΄, ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ ΜΕΤΩΠΟΝ, Περίοδος 1η - «Συγκρότησις του Συν/τος και μετάβασις εις τον Τομέα Μοναστηρίου. Οκτώβριος 1916 -Οκτώβριος 1917»
πληροφορούμαστε τα ακόλουθα.
  Αμέσως μετά την εκδήλωση του Εθνικού κινήματος εν Θεσσαλονίκη τον Αύγουστο του 1916, η Μεραρχία Αρχιπελάγους η οποία συγκροτήθηκε με την επιστράτευση των Νήσων Αρχιπελάγους ουσιαστικά αποτέλεσε μία από τις Μεραρχίες του Σώματος Στρατού Εθνικής Αμύνης. Μάλιστα για την συγκρότησή της δόθηκε διαταγή να μετακινηθούν από τη Θεσσαλονίκη και να εγκατασταθούν στην έδρα της στη Μυτιλήνη, όπως αυτή είχε ήδη οριστεί, πλειάδα αξιωματικών με επικεφαλής τον συνταγματάρχη του Μηχανικού, Ιωάννου Δημήτριο. Η ολοκλήρωση της μετάβασης της επιτελικής αυτής διοίκησης στην έδρα της, πραγματοποιήθηκε τον μήνα Οκτώβριο του 1916.
     Η εν λόγω Μεραρχία Αρχιπελάγους αποτελούνταν από τρία Συντάγματα, το 7ο, το 8ο και το 9ο τα οποία στη συνέχεια μετονομάστηκαν αντίστοιχα σε 4ο, 5ο και 6ο Σύνταγμα. Αναφορικά με τα δύο πρώτα Συντάγματα αυτά είχαν έδρα τη Μυτιλήνη, ενώ το 6ο την Σάμο. Εκτός των ανωτέρω η Λήμνος ορίστηκε και ως έδρα ενός Τάγματος του 5ου Συντάγματος.
  Το 4ο Σύνταγμα, λοιπόν, διοικούνταν από τον ταγματάρχη πεζικού, Μανέτα Κωνσταντίνο. Για δε την υποβοήθηση του έργου του μετακινήθηκαν μαζί του δώδεκα μόνιμοι και έφεδροι αξιωματικοί καθώς επίσης και οι πρώτοι εξήντα οπλίτες, όλοι προερχόμενοι από το στρατόπεδο Τούμπας στην Θεσσαλονίκη. Αυτοί αποτέλεσαν και την βασική επιτελική δομή του Συντάγματος η οποία αφίχθη στη Μυτιλήνη στις 5 Οκτωβρίου του 1916.
  Παράλληλα με διάταγμα της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης παρουσιάστηκαν στις 8 Οκτωβρίου του ιδίου έτους και επάνδρωσαν το 1ο και το 2ο Τάγμα του, έφεδροι των κλάσεων 1915 και 1916. Επιπλέον πραγματοποιήθηκε επιλεκτική πρόσκληση εφέδρων υπαξιωματικών ειδικά για την συμπλήρωση της διοίκησης των Ταγμάτων με κατώτερα στελέχη. Σε αυτούς προστέθηκε, στις αρχές Ιανουαρίου 1917, αριθμός δεκανέων μετά την αποφοίτησή τους «εκ του Ουλαμού της Μεραρχίας». Όμως η τελική δύναμη του Συντάγματος συμπληρώθηκε λίγους μήνες αργότερα με νέα διαταγή της Προσωρινής Κυβερνήσεως Θεσσαλονίκης και ημερομηνία 1 Απριλίου 1917. Με αυτήν κλήθηκαν έφεδροι των κλάσεων 1907-1914 προκριμένου να επανδρώσουν τις κενές θέσεις της μονάδας. Την ίδια περίοδο «συνεπληρώθησαν και τα κτήνη του Συντάγματος».
    Για τα ανωτέρω ο επικεφαλής και πρόεδρος της επιτροπής ταγματάρχης Σκαναβής Οδυσσεύς αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Χάρις εις τον πατριωτισμόν και την ευγενή άμιλλαν των αξιωματικών των αποτελούντων τα στελέχη του Συντάγματος εδημιουργήθη εντός τριών μηνών Σύνταγμα τελείως αξιόμαχον».
   Οι στρατιωτικές εξελίξεις στη Δυτική Μακεδονία την περίοδο αυτή δεν παρείχαν χρόνο στη νεοσυσταθείσα μονάδα να προβεί σε εξειδικευμένη επιχειρησιακή προπαρασκευή και προετοιμασία. Άμεσα με την ολοκλήρωση της σύνθεσής του το 4ο Σύνταγμα Αρχιπελάγους δεν παρέμεινε στην έδρα του. Μετά από πορεία προς τον Όρμο Λουτρών του κόλπου Γέρας στη Μυτιλήνη, επιβιβάστηκε στις 16 Απριλίου, σε ατμόπλοια με προορισμό τη Θεσσαλονίκη. Ας σημειωθεί ότι για την ασφαλή του μετακίνηση, τα ατμόπλοια συνοδεύονταν από συμμαχικά αντιτορπιλικά «προς πρόληψιν πάσης εξ εχθρικών υποβρυχίων προσβολής».   
   Με την άφιξή του στην συμπρωτεύουσα το Σύνταγμα στρατοπέδευσε στην περιοχή της Τούμπας έξω από την πόλη της Θεσσαλονίκης, κατά το δεύτερο δεκαήμερο του ιδίου μηνός. Εκεί κατά την παραμονή του συμπλήρωσε τον οπλισμό του και κάθε είδους ανάγκη σε εφόδια.
   Η τελετή παράδοσης της Σημαίας στο Σύνταγμα πραγματοποιήθηκε με όλες τις τιμές στη διάρκεια επίσημης εκδήλωσης το πρωί της 23ης Απριλίου 1917, ημέρα εορτής του Αγίου Γεωργίου, «εν τω πεδίω του Άρεως Θεσ/νίκης», από όπου «ήρξατο κινούμενον προς την ζώνην των επιχειρήσεων», που δεν ήταν άλλη από το μέτωπο άμυνας που συντηρούσε γαλλική στρατιωτική δύναμη στην Δυτική Μακεδονία στην περιοχή Φλώρινας-Μοναστηρίου.
   Από τη διαθέσιμη πηγή πληροφορούμαστε ότι παρότι ήταν άνοιξη, εν τούτοις επικρατούσε ασυνήθιστα υψηλή, για την εποχή, θερμοκρασία στην περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας, που παραλληλίστηκε με συνθήκες καύσωνα και γι’ αυτόν τον λόγο η ημερήσια πορεία του Συντάγματος δεν ξεπερνούσε τα δεκαπέντε χιλιόμετρα. Ένας δεύτερος λόγος του περιορισμού της καθημερινής μετακίνησης ήταν η μη εξοικείωση του στρατεύματος με τον βαρύ ατομικό στρατιωτικό εξοπλισμό και τις «απαιτήσεις του νεώτερου πολέμου (προσωπίς, κράνος κ.λ.π.)». Το γεγονός αυτό δυσχέραινε την ομαλή διεξαγωγή της πεζοπορίας και δημιούργησε ασφαλώς μικρά ή και μεγαλύτερα προβλήματα στους οπλίτες και κατ’ επέκταση στη συνοχή της φάλαγγας.
   Κατά την πορεία του προς την Φλώρινα πραγματοποίησε στάση με παράλληλη εγκατάσταση για διανυκτέρευση σε καταυλισμό στις παρακάτω περιοχές. Στις 23 Απριλίου 1917, λοιπόν, αφίχθη και διανυκτέρευσε στο Σαμλί[1], στις 24 Απριλίου στο Τοψίν[2], και στις 25 στο Πλατύ[3]. Στη συνέχεια την επομένη, 26 του μηνός, έκανε στάση στον Γιδά[4], ενώ στις 27 στρατοπέδευσε στο Μικρογούζι[5]. Στη θέση αυτή παρέμεινε τρεις μέρες για ανάπαυση.
   Όμως οι επιτελικές διαταγές δεν άφηναν χρονικά περιθώρια για οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα που θα καθυστερούσε την ολοκλήρωση της προγραμματισμένης μετακίνησής του προς την ζώνη των επιχειρήσεων και την Γραμμή των Καταφυγίων στο Μακεδονικό Μέτωπο. Έτσι στις 30 Απριλίου 1917 αναχώρησε από το Μικρογούζι με προορισμό τον σιδηροδρομικό σταθμό της Νάουσας και την επομένη 1η Μαΐου από τον προαναφερθέντα σταθμό προς το Βερτικόπ[6]. Θεωρείται στρατηγικής σημασίας η άφιξή του εκεί γιατί στη θέση αυτή ενώθηκε με τα υπόλοιπα τμήματα της Μεραρχίας που είχαν φτάσει στον οικισμό μέσω της οδού Γιαννιτσών.
  Μετά από διήμερη παραμονή στο Βερτικόπ, προφανώς για ανάπαυση και παράλληλες ενέργειες με σκοπό την διοικητική συνοχή της μονάδας μετά την συνένωση των δυνάμεων της Μεραρχίας, αποφασίστηκε και πραγματοποιήθηκε η μετακίνησή του προς το Βλάντοβο[7]. Στη θέση αυτή στρατοπέδευσε στις 4 Μαΐου. Την επομένη αφίχθη στο Όστροβον[8] όπου και παρέμεινε για λίγες μέρες, συγκεκριμένα μέχρι το πρωί της 8ης Μαΐου, όταν συνέχισε την πορεία του προς την Μπάνιτσαν[9].
   Με αυτόν τον ρυθμό πορείας στις 9 Μαΐου έφτασε στον σιδηροδρομικό σταθμό της Φλώρινας, ο οποίος την περίοδο εκείνη βρισκόταν λίγο έξω από την πόλη, στη σημερινή θέση του οικισμού Μεσονήσι. Η πορεία του ολοκληρώθηκε την επόμενη μέρα με την άφιξή του στην Καμπασνίτσαν[10] σε μικρή απόσταση βόρεια της πόλης της Φλώρινας. Εκεί είχε οριστεί η έδρα του Συντάγματος και κατ’ επέκταση η έδρα της Αιγαιοπελαγίτικης Μεραρχίας
   Στην πεδιάδα της Φλώρινας έδρευε ομάδα Μεραρχιών με σημαντική δύναμη ανδρών υπό τις διαταγές του στρατηγού Pol Fransoa Groseti. Γεγονός ήταν πως η συγκέντρωση υψηλού επιπέδου, ποιοτικής αλλά και ποσοτικής, αξιόμαχης δύναμης στρατεύματος της Entente στην έδρα του 4ου Συντάγματος Αρχιπελάγους, καταδείκνυε την στρατηγική σημασία της περιοχής Φλώρινας-Μοναστηρίου κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων του 1917, στην πτέρυγα αυτή του Μακεδονικού Μετώπου. Πράγματι με την ένταξη των μονάδων της Μεραρχίας Αρχιπελάγους στην συμμαχική ομάδα Μεραρχιών, δόθηκε διαταγή για συγκέντρωσή τους στην πεδιάδα της Φλώρινας όπου στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε επιθεώρηση του συνόλου των στρατευμάτων από τον στρατηγό Groseti. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Αιγαιοπελαγίτικη Μεραρχία ΄΄έκλεψε την παράσταση΄΄ αφού παρείχε άριστες εντυπώσεις στους επιτελικούς αλλά και ιδιαιτέρως στον ίδιο τον στρατηγό ο οποίος αναφέρθηκε ενθουσιασμένος στην συγκρότηση, στην συνοχή, στο παράστημα καθώς επίσης και στην εμφάνισή της, όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά στη διαθέσιμη πηγή.
   Η είσοδος του 4ου Συντάγματος στη γραμμή πυρός πραγματοποιήθηκε, τρεις μόλις μέρες μετά την άφιξή του, με την σταδιακή εγκατάσταση τμημάτων του, συγκεκριμένα Ταγμάτων, αρχικά από την 3η αμυντική γραμμή προς την 1η αμυντική γραμμή. Η Γραμμή των Καταφυγίων, όπως χαρακτηριζόταν η 3η αμυντική γραμμή, είχε αναπτυχθεί πέντε χιλιόμετρα βόρεια της πόλης του Μοναστηρίου και ήταν επανδρωμένη με γαλλικά τμήματα. Ένα τμήμα, λοιπόν, της γαλλικής δύναμης, για την ακρίβεια ένα γαλλικό Τάγμα, που κατείχε θέσεις στην 3η αμυντική γραμμή αντικαταστάθηκε το απόγευμα της 13ης Μαΐου 1917 από το 2ο Τάγμα του 4ου Συντάγματος της Αιγαιοπελαγίτικης Μεραρχίας. Επικεφαλής της δύναμης ήταν ο ταγματάρχης, Ζωιτόπουλος Δημοσθένης. Θεωρήθηκε επιχειρησιακά ορθότερο από το επιτελείο να μην αντικατασταθεί το σύνολο της γαλλικής δύναμης άμεσα, αλλά να παραμείνει ένα τμήμα της παράλληλα με την ελληνική για δύο σημαντικούς λόγους. Πρώτον για να γίνει ομαλότερα και ασφαλέστερα η εξοικείωση του 2ου Τάγματος με τις νεοεμφανισθείσες συνθήκες του μετώπου του πολέμου στα χαρακώματα-είναι γνωστό ότι ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος χαρακτηρίστηκε πόλεμος των χαρακωμάτων-και κατά δεύτερον γιατί οι Λόχοι του Συντάγματος ανέμεναν συμπληρωματικό εξοπλισμό σε οπλοπολυβόλα και πολυβόλα.
   Το 2ο Τάγμα παρέμεινε στη Γραμμή των Καταφυγίων δεκαπέντε μέρες για να προωθηθεί στη συνέχεια να επανδρώσει τις θέσεις της 2ης και της 1ης αμυντικής γραμμής ταυτόχρονα. Έτσι την 3η αμυντική γραμμή ανέλαβε το 1ο Τάγμα του 4ου Συντάγματος της Αιγαιοπελαγίτικης Μεραρχίας. Ακολούθως μετά την πάροδο δεκαπέντε ημερών το 2ο Τάγμα επέστρεψε στην έδρα του Συντάγματος, στην Καμπασνίτσαν Φλώρινας, αφού το 1ο Τάγμα ανέλαβε τις θέσεις της 2ης και της 1ης αμυντικής γραμμής ενώ στο 3ο Τάγμα δόθηκε η διαταγή να επανδρώσει την Γραμμή των Καταφυγίων, την 3η αμυντική γραμμή. Έτσι σύμφωνα με τον προγραμματισμό του επιτελείου παρέμεινε στη γραμμή πυρός για τριάντα μέρες πριν επιστρέψει για δεκαπενθήμερη ανάπαυση στα μετόπισθεν. Από τα μέσα Ιουνίου 1917, λοιπόν, ο συγκεκριμένος υποτομέας των θέσεων της ελληνικής πλευράς ήταν πλήρως επανδρωμένος αποκλειστικά από τα δύο Τάγματα του 4ου Συντάγματος Αρχιπελάγους κάτω από τις διαταγές Γάλλου συνταγματάρχη. Κατά την διάρκεια της παραμονής του στο θέατρο των επιχειρήσεων η κατάσταση ήταν τεταμένη δεδομένου ότι η δραστηριότητα του Πυροβολικού των αντιπάλων ήταν συνεχής.  
   Το Σύνταγμα εξοπλίστηκε τον μήνα Ιούνιο με πολυβόλα, όταν προστέθηκαν στη δύναμή του δύο Ουλαμοί Πολυβόλων. Συνολικά επρόκειτο για οκτώ πολυβόλα ο χειρισμός των οποίων είχε ανατεθεί σε ειδικό προσωπικό που αποσπάστηκε στο Σύνταγμα λίγο πριν την αναχώρησή του από τη Μυτιλήνη. Οι εν λόγω χειριστές εκπαιδεύτηκαν στη Θεσσαλονίκη.
     Η δραστηριότητα των δυνάμεων, της Entente έναντι των Γερμανών, αναπτύχθηκε με την επιχειρησιακή υποστήριξη του πυροβολικού και της αεροπορίας. Εκείνο όμως που τονίστηκε από τα επιτελικά στελέχη της Entente και στο οποίο ασφαλώς δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα, ήταν η συμπλήρωση και ενίσχυση της οργάνωσης του αμυντικού τομέα με την εκσκαφή νέων χαρακωμάτων, έργο στο οποίο συμμετείχαν ενεργά Έλληνες οπλίτες της Αιγαιοπελαγίτικης Μεραρχίας.
  Το 4ο Σύνταγμα Αρχιπελάγους παρέμεινε στο Μακεδονικό Μέτωπο στην περιοχή Φλώρινας-Μοναστηρίου μέχρι τον Αύγουστο του 1917 όταν έλαβε νέα διαταγή. Του ανατέθηκε η μετακίνησή του δυτικότερα, στον Υποτομέα Νιζοπόλεως[11]. Προς επάνδρωση των προηγούμενων θέσεών του αφίχθη το 5ο Σύνταγμα Αρχιπελάγους. Η αποστολή του στον Υποτομέα Νιζοπόλεως ήταν να αντικαταστήσει τμήματα του γαλλικού στρατού που είχαν ανάγκη ξεκούρασης στα μετόπισθεν. Σύμφωνα με τη διαθέσιμη πηγή η συγκεκριμένη γαλλική δύναμη είχε στη σύνθεσή της στρατιώτες από το Τάγμα Ζουάβων και τη Λεγεώνα των Ξένων. Σε ό,τι αφορά τον σταθμό Διοίκησης του Συντάγματος, αυτός είχε εγκατασταθεί σε χαράδρες στην ορεινή περιοχή του Brusnik δυτικά του Μοναστηρίου
    Επιχειρησιακά, λοιπόν, το 4ο Σύνταγμα Αρχιπελάγους συνέχισε τον αγώνα των χαρακωμάτων στη νέα του θέση, έναν αγώνα στον οποίο είχε εξοικειωθεί στον Υποτομέα Φλώρινας-Μοναστηρίου. Εκτός αυτού, όμως, ανέπτυξε και άλλες δραστηριότητες, όπως η νυχτερινή αναγνώριση με σκοπό την αρπαγή αιχμαλώτων. Μάλιστα αναφορές σημειώνουν ότι οι Έλληνες στρατιώτες, παρά την μικρή τους εμπειρία, έδειξαν τόλμη και επιδεξιότητα εφάμιλλη των εμπειροτέρων Γάλλων στρατιωτών. Μεταξύ άλλων, μετά από διαταγή που του δόθηκε από την Ανωτέρα Γαλλική Διοίκηση, πραγματοποίησε επιχείρηση εναντίον προκεχωρημένου φυλακίου του αντιπάλου που δημιουργούσε προβλήματα στην μετακίνηση των συμμαχικών δυνάμεων και μετέδιδε πληροφορίες για τις κινήσεις των. Συγκεκριμένα η εχθρική αυτή δύναμη καθημερινά πριν την ανατολή εγκατέλειπε τη θέση που διατηρούσε σε όλη τη διάρκεια της νύχτας και επέστρεφε στην κύρια γραμμή αντίστασής της έως το απόγευμα της ίδιας μέρας οπότε ανακαταλάμβανε τις προκεχωρημένες θέσεις του.
    Με επιτυχία στέφθηκε και μία άλλη αποστολή της ελληνικής δύναμης. Απόσπασμα του 5ου Λόχου του Συντάγματος με την υποστήριξη ελληνικής και γαλλικής Πολ/χίας κατέλαβε σε νυχτερινή επιχείρηση προκεχωρημένες θέσεις των αντιπάλων. Μετά τη διάλυση της υποδομής των θέσεων του εχθρού επέστρεψε με οπλισμό, τηλεγραφικό υλικό και άλλα είδη που εγκατέλειψαν οι Βούλγαροι στρατιώτες που τις είχαν επανδρώσει.
   Η Μεραρχία Αρχιπελάγους αποφασίστηκε να μετακινηθεί στις 20 Οκτωβρίου 1917 από τον Τομέα Φλώρινας-Μοναστηρίου στον Τομέα Σκρα, ολοκληρώνοντας τον πρώτο κύκλο συμμετοχής της σε στρατιωτικές επιχειρήσεις και αποκομίζοντας απαραίτητη πολύτιμη εμπειρία για την συνέχεια. Η μεταφορά της πραγματοποιήθηκε με αμαξοστοιχία, σε αντίθεση με την αρχική πορεία εισόδου της στο Μέτωπο. Μετά την επιβίβασή της στον σιδηροδρομικό σταθμό της Φλώρινας αφίχθη στον αντίστοιχο του Καρασουλίου[12]. Από εκεί με πεζή πορεία κατευθύνθηκε προς την Μποέμιτσα[13] όπου διέμεινε σε καταυλισμό μέχρι τις 30 του ιδίου μηνός. Είχε λάβει  διαταγή επάνδρωσης του Υποτομέα Λουμνίτσης[14] στον οποίο έφτασε μετά από νυχτερινές πορείες. Επρόκειτο για μία αυξημένου κινδύνου περιοχή, από άποψης ασφάλειας, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι οι θέσεις προς επάνδρωση βρίσκονταν απέναντι από τον υπό των εχθρικών δυνάμεων κατεχόμενο λόφο του Σκρα και για τον λόγο αυτό τα μέτρα προφύλαξης κατά τη μετακίνησή της ήταν προσαρμοσμένα. Στη νέα αυτή θέση το 4ο Σύνταγμα Αρχιπελάγους αντικατέστησε ένα Τάγμα του 3ου Συντάγματος Σερρών[15] και τμήματα ενός Γαλλικού Συντάγματος. Στη μάχη του Σκρα που ακολούθησε τον Μάιο του 1918 αποτέλεσε τον βασικό κορμό της ελληνικής δύναμης με επιτυχία, τόσο στις επιθετικές όσο και στις αμυντικές επιχειρήσεις.










[1]Το Σαμλί ή Σαμλή ήταν μικρό τσιφλίκι στην περιοχή ανατολικά της Αγχιάλου.
[2] Τοψίν, ονομασία του οικισμού της Κάτω Γέφυρας του νομού Θεσσαλονίκης. Δεν είχαν περάσει πέντε χρόνια όταν στις 26 Οκτωβρίου 1912 σε κτίριο του οικισμού όπου ήταν εγκατεστημένο το Στρατηγείο του Ελληνικού Στρατού πραγματοποιήθηκαν οι διαπραγματεύσεις για την άνευ όρων Συνθήκη Παράδοσης της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους στους Έλληνες.
[3] Το Πλατύ αποτελούσε συνοικισμό του Γιδά (της μετέπειτα Αλεξάνδρειας) και αρχικά κατοικούνταν από υπαλλήλους του σιδηροδρομικού σταθμού που υπήρχε στη θέση εκείνη. Αργότερα, το 1925, πραγματοποιήθηκε εγκατάσταση προσφύγων από την Καππαδοκία της Μικράς Ασίας.
[4] Οικισμός του νομού Ημαθίας, μετά το 1951 πήρε την ονομασία Αλεξάνδρεια.
[5] Το Μικρογούζι, στο νομό Ημαθίας. Από το 1930 και μετά ονομάστηκε Μακροχώρι.
[6] Το Βερτικόπ ήταν η Σκύδρα μέχρι το 1926.
[7] Βλάντοβο, ο σημερινός Άγρας του νομού Πέλλας.
[8] Πρόκειται για την Άρνισσα του νομού Πέλλας.
[9] Προηγούμενη ονομασία του οικισμού της Βεύης του νομού Φλώρινας.
[10] Ο οικισμός της Πρώτης του νομού Φλώρινας .
[11] Η Νιζόπολη, οικισμός της περιφέρειας Μοναστηρίου.
[12] Πρόκειται για το Πολύκαστρο του νομού Κιλκίς.
[13] Είναι η Αξιούπολη του νομού Κιλκίς.
[14] Παλιά ονομασία του οικισμού Σκρα.
[15] Το συγκεκριμένο Τάγμα αναφέρεται και ως Τάγμα Καράσεβντα
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΟΝΟΜΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΤΩΝ ΣΚΟΠΙΩΝ. ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ

Η Ενδιάμεση Συμφωνία αποτέλεσε μια διεθνή συνθήκη-πλαίσιο η οποία αναφερόταν στην προοπτική συνεργασίας ανάμεσα στην FYROM και την Ελλάδα. Σημαντικός αριθμός ρυθμίσεων της Ενδιάμεσης Συμφωνίας είχε σαφές υπόβαθρο στο Σχέδιο Cyrus Vance της 14ης Μαΐου 1993. Παρ’ όλα αυτά σημαντικά στοιχεία περί της ονομασίας δεν τα υιοθέτησε, όπως επί παραδείγματι την αναφορά του στο όνομα «Nova Makedonija». Ήταν μια Συμφωνία η οποία θα παρέμενε σε ισχύ έως ότου τη θέση της θα έπαιρνε άλλη οριστική Συμφωνία. Το τελευταίο ήταν ένα ζήτημα που δεν είχε οριοθετηθεί χρονικά από το διεθνές δίκαιο, αλλά επαφίονταν στην αποκλειστική πρόθεση και πρωτοβουλία των δύο εμπλεκομένων κρατών. Την Ενδιάμεση, λοιπόν, Συμφωνία δεν μπορούσε να την διαδεχτεί άλλη προσωρινού χαρακτήρα, παρά μόνο μία οριστική, με την οποία αυτόματα θα απενεργοποιούνταν. Μέχρι τότε η ισχύς της θα παρέμενε επ’ αόριστον[1].
Στην υπογραφή της δεν είχε λάβει ρόλο επικύρωσης η ελληνική Βουλή και αυτό δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό της ως μεταβατική. Αναμφισβήτητα μπορεί να σημειωθεί ότι ήταν εκτεθειμένη στην κρίση της ελληνικής νομοθεσίας και αυτό διότι μία Διεθνής Συνθήκη μη επικυρωμένη από το ελληνικό κοινοβούλιο δεν έχει νομική υπόσταση δικαίου με ισχύ στον ελλαδικό χώρο. ‘Όμως αποτελεί συνήθη τακτική, η εκφύλιση σε ανενεργή κατάσταση παρόμοιων αποφάσεων, με την υπενθύμιση πως η πρακτική απέδειξε ότι Διεθνείς Συνθήκες μη επικυρωμένες στο εσωτερικό των κρατών δε συνάδουν τροχοπέδη στην εφαρμογή τους.
Ένα επιπλέον ζήτημα νομικής σημασίας της Ενδιάμεσης Συμφωνίας εμφανίστηκε στη FYROM όταν εκφράστηκε η άποψη ότι ήταν διάτρητη νομικά ως προς το δίκαιο του συντάγματός της, με την αιτιολογία ότι δεν συμφωνήθηκε ανάμεσα σε θεσμούς, όπως είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ή ο Πρωθυπουργός, αλλά από δύο πρόσωπα που αντιπροσώπευαν τις δύο πλευρές, τον Κάρολο Παπούλια και τον Stevo Crvenkovsky.
Στην ουσία με την Ενδιάμεση Συμφωνία η Ελλάδα έθεσε απέναντί της έναν ισότιμο συνομιλητή, άρα κατ’ επέκταση αναγνώρισε αυτόματα και την υπόστασή του. Στην περίπτωση αυτή η FYROM αναγνωρίστηκε από την Ελλάδα ως ένα κράτος ανεξάρτητο. Για την διεθνή κοινότητα το γεγονός αυτό ήταν μία παράμετρος που δεν προσέθετε αρνητικό στοιχείο στην υπόσταση της FYROM, δεδομένου ότι η κρατική αυτή υπόσταση είχε ήδη γίνει αποδεκτή από τον Ο.Η.Ε. με την είσοδό της στον Οργανισμό ως μέλους του. Αυτό που θα άξιζε να σημειωθεί είναι ότι απομονώθηκε η αμφισβήτησή της, από μέρους της Ελλάδας, σε όλους τους τομείς εντός και εκτός των συνόρων.
Στα αρνητικά της Συμφωνίας καταλογίστηκε η απουσία συγκεκριμένης πρότασης για τελική λύση στο ζήτημα της ονομασίας της FYROM, ενώ έθετε διασαφήνιση στην πρόθεση συνεργασίας των δύο πλευρών στο πλαίσιο των αποφάσεων 817/1993 και 843/1993 του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε.[2]
Επιπλέον σημαντική ήταν η αναφορά της στο ζήτημα της επίλυσης ενός εκ των θεμάτων που είχαν τεθεί στο τραπέζι των επαφών από την ελληνική διπλωματία και αναφέρονταν στις τάσεις αλυτρωτισμού που εμπεριέχονταν σε άρθρα του συντάγματος της FYROM. Η Ενδιάμεση Συμφωνία[3] «αφαίρεσε» από το Προοίμιο και το Άρθρο 3 του ανωτέρω συντάγματος την οιανδήποτε νομική βάση για επέμβαση στα εσωτερικά άλλου κράτους με πρόφαση την λήψη μέτρων προστασίας υπέρ προσώπων-μη πολιτών της FYROM-που διέμεναν σε αυτά[4]. Ουσιαστικά η FYROM δεν είχε δικαίωμα να έχει το σύνταγμά της ως οδηγό στις διεθνείς της σχέσεις, καθώς και στις σχέσεις της με άλλα γειτονικά κράτη. Ανάλογη παρέμβαση εμπεριέχονταν επίσης στο σημείο εκείνο της Συμφωνίας σχετικά με την ληφθείσα απόφαση για την αναστολή από τη FYROM της χρήσης ως συμβόλου στη σημαία της, του ήλιου της Βεργίνας[5].
Αξιοσημείωτοι θεωρήθηκαν και οι σχετικοί όροι που συμπεριελήφθησαν και αφορούσαν την προοπτική ανάπτυξης συνθηκών φιλίας και καλής συνεργασίας μεταξύ των λαών και των δύο κρατών[6] καθώς επίσης και την οικονομική συνεργασία τους[7]. Εν κατακλείδι άρθρα και προτάσεις της αναφέρονταν σε ήπιας μορφής συνεργασία σε θέματα περιβαλλοντικά, εμπορικά και άλλα.
Γενικότερα η συνομολόγηση του «μικρού πακέτου» άμβλυνε την οξύτητα στις διμερείς σχέσεις και θεωρήθηκε παράγοντας σταθερότητας στην περιοχή, σύμφωνα με τη διεθνή διπλωματία, όμως για μία ακόμη φορά δεν έλυσε το ζήτημα μεταφέροντάς το στις καλένδες. Στις επιτυχίες της ελληνικής πλευράς λογίζονται οι αλλαγές και αποσαφηνίσεις στο σύνταγμα των Σκοπίων καθώς και η αλλαγή του συμβόλου στην εθνική τους σημαία. Η FYROM προσεταιρίστηκε την αναγνώρισή της «ως ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος, υπό την προσωρινή ονομασία FYROM»[8], απαλλάχθηκε από τον ελληνικό οικονομικό αποκλεισμό και απέσπασε την συναίνεση της Ελλάδας στην πορεία της προς τους Διεθνείς Οργανισμούς.
Η παράμετρος της οντότητας του κράτους των Σκοπίων στη νότια βαλκανική και η σχέση του με οφέλη των εθνικών μας στόχων είναι ένα ζήτημα που καταγράφεται μεταξύ άλλων ως εξής:
«Τον σημαντικότερο ίσως ρόλο στη χάραξη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής έπαιξε και η εκτίμηση ότι η συνεχής ύπαρξη και η εδαφική ακεραιότητα της ΠΓΔΜ ήταν προς όφελος των εθνικών συμφερόντων. Η ΠΓΔΜ θεωρήθηκε ως τέλειο «κράτος ανάχωμα» (buffer state) που θα κρατούσε την Ελλάδα μακριά από ταραχώδεις καταστάσεις. Επιπλέον η Αθήνα και τα Σκόπια είχαν παρόμοιες απόψεις για τα θέματα του Κοσσυφοπεδίου και του αλβανικού παράγοντα. Και οι δύο χώρες ήταν αντίθετες σε οποιαδήποτε αλλαγή συνόρων στη νοτιοανατολική Ευρώπη, ενώ θεωρούσαν πως ένα ανεξάρτητο Κοσσυφοπέδιο θα αποτελούσε σημαντικό παράγοντα αστάθειας στην περιοχή»[9].




[1] Άρθρο 22, παράγραφος 2 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας της 13ης Σεπτεμβρίου 1995.
[2] Άρθρο 5, παράγραφος 1 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας της 13ης Σεπτεμβρίου 1995.
[3] Άρθρο 6, παράγραφος 1 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας της 13ης Σεπτεμβρίου 1995.
[4] Άρθρο 6, παράγραφος 2 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας της 13ης Σεπτεμβρίου 1995.
[5] Άρθρο 7, παράγραφος 2 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας της 13ης Σεπτεμβρίου 1995.
[6] Άρθρο 10 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας της 13ης Σεπτεμβρίου 1995.
[7] Άρθρο 14, παράγραφος 1, εδάφιο α΄ της Ενδιάμεσης Συμφωνίας της 13ης Σεπτεμβρίου 1995.
[8] Άρθρο 1 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας της 13ης Σεπτεμβρίου 1995
[9] Αριστοτέλης Τζιαμπίρης, Ελληνική Εξωτερική Πολιτική και Μακεδονικό Ζήτημα, 1992-2002, στο Τσάκωνας Ι.Παναγιώτης (επιμ.) Σύγχρονη Ελληνική Εξωτερική Πολιτική. Μια Συνολική Προσέγγιση, Ι.Σιδέρης, 2003, σ. 479.